χοροειδής
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
f.l. for χοριοειδής.
German (Pape)
[Seite 1366] χιτών, die traubenfarbige Haut des Auges, uvea tunica, sonst ῥαγοειδής, Poll. 2, 70.
Greek (Liddell-Scott)
χοροειδής: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ χοριοειδής.
Russian (Dvoretsky)
χοροειδής: Arst. v.l. = χοριοειδής.