συνδιημερεύω

From LSJ
Revision as of 13:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλειmany things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιημερεύω Medium diacritics: συνδιημερεύω Low diacritics: συνδιημερεύω Capitals: ΣΥΝΔΙΗΜΕΡΕΥΩ
Transliteration A: syndiēmereúō Transliteration B: syndiēmereuō Transliteration C: syndiimereyo Beta Code: sundihmereu/w

English (LSJ)

A spend one's days with, τινι X.Smp.4.44, Arist.Rh.1381a30, EN1162b16 (v.l. for συνημ-) ; ἐπισφαλὲς τοῖς ὑπὸ φθόης συνεχομένοις συνδιημερεύειν Gal.7.279; μετά τινων Arist.EN 1166b14 (v.l. for συνημ-).

German (Pape)

[Seite 1008] einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιημερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων αὐτόθι 9. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

passer la journée avec, τινι.
Étymologie: σύν, διημερεύω.

Greek Monolingual

ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιημερεύω: μέλ. -σω, περνώ όλη την ημέρα μαζί με κάποιον, τινί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνδιημερεύω: проводить день вместе (τινί Xen., Arst., Plut., реже μετά τινος Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διημερεύω samen (met...) de dag doorbrengen, met dat.

Middle Liddell

fut. σω
to spend the day with, τινί Xen.