ὁμοιοειδής
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ές, A of like form, species or kind, τινι Isoc.15.178, Arist.Cael.276b5,308b8 (v.l. ὁμοειδής), Epicur.Ep.1p.25U. (v.l. ὁμοειδής); τέρατα ὁμοιοειδῆ κανθάρῳ POxy.465.226 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 335] ές, gleichartig, von ähnlichem Ansehen; τινί, Isocr. 15, 178; S. Emp. adv. log. 1, 131; D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοειδής: -ές, ὁ τῆς αὐτῆς μορφῆς, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, Ἀριστ. Φυσικ. 1. 4, 13, π. Οὐρ. 1. 8, 4., 4, 2, 2, κ. ἀλλ., ἀλλὰ συχν. μετὰ διαφ. γραφ. ὁμοειδής.
French (Bailly abrégé)
ής, έν;
de même apparence, de même espèce.
Étymologie: ὅμοιος, εἶδος.
Greek Monolingual
ὁμοιοειδής, -ές (Α)
ομοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιοειδής: одинакового вида, похожий по виду (τινι Isocr.).