ἀντιόομαι

From LSJ
Revision as of 11:02, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιόομαι Medium diacritics: ἀντιόομαι Low diacritics: αντιόομαι Capitals: ΑΝΤΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: antióomai Transliteration B: antioomai Transliteration C: antioomai Beta Code: a)ntio/omai

English (LSJ)

fut. A -ώσομαι Hdt.7.9.γ,102, al.: aor. Pass. ἠντιώθην, Ion. ἀντ- Id.4.126, 7.9.ά, al.:—resist, oppose, τινί Id.1.76, A.Supp. 389, etc.; τινὶ ἐς μάχην Hdt.7.102: abs., οἱ ἀντιούμενοι, = οἱ ἐναντίοι, Id.1.207,4.1. 2 in Id.9.7.β (dub.), c. acc., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην that ye would meet him in Boeotia. (ἐναντ- is used in pure Att., . in Aen.Tact.36.7. The Homeric forms ἀντιόω, ἀντιόωσι, etc., belong to ἀντιάω.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιόομαι: μελλ. -ώσομαι, Ἡρόδ. 7. 6, 102, καὶ ἀλλαχοῦ: - παθ. ἀόρ. ἠντιώθην, Ἰων. ἀντιώθην ὁ αὐτ. 4. 126, 7. 9, κ. ἀλλ.: ἀποθ., ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ ὁ αὐτ. 1. 76, Αἰσχύλ. Χο. 389, κτλ.· τινὶ ἐς μάχην Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἀπολ., οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, ὁ αὐτ. 1. 207., 4. 1 2) ἐν Ἡροδ. 9. 7, μετ’ αἰτ., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην, ὅτι ἤθελε συναντήσῃ αὐτὸν ἐν Βοιωτίᾳ. Σπάνιον παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), διότι ἀντ’ αὐτοῦ μεταχειρίζονται ἐν γένει τὸ ἐναντιόομαι. - Οἱ Ὁμηρ. τύποι ἀντιόω, ἀντιόωσι κλ., ἀνήκουσι εἰς τὸ ἀντιάω.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. ἀντιώσομαι, ao. ἠντιώθην, pf. inus.
marcher à la rencontre de, résister à, τινι.
Étymologie: ἀντίος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): contr. -οῦμαι Hdt.1.207
1 hacer frente, oponerse c. dat. τίς ἂν τοῖσδ' ἀντιωθῆναι θέλοι; A.Supp.389, τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι Hdt.4.126, cf. 1.76, Aen.Tact.36.1
enfrentarse ἐς μάχην Hdt.7.9α, 7.102
abs. οἱ ἀντιούμενοι = los adversarios Hdt.1.207, 4.1.
2 salir al encuentro τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.9.7β.

Greek Monotonic

ἀντιόομαι: μέλ. -ώσομαι, αόρ. αʹ ἠντιώθην, Ιων. ἀντ- αποθ.· (ἀντίος) ανθίσταμαι, εναντιώνομαι, τινι, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, σε Ηρόδ.· με αιτ. άπαξ, στον Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιόομαι: (aor. pass. ἠντιώθην - ион. ἀντιώθην) идти против, оказывать сопротивление (τινι Aesch., Her.): οἱ ἀντιούμενοι Her. противники; ἀ. τινα ἐς τὴν Βοιωτίαν Her. оказать кому-л. сопротивление (досл. встретить кого-л. в Беотии).

Middle Liddell

ἀντίος
Dep. to resist, oppose, τινί Hdt., Aesch.:— οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, Hdt.:—c. acc., once in Hdt.