λιτανεία

From LSJ
Revision as of 17:10, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐτᾰνεία Medium diacritics: λιτανεία Low diacritics: λιτανεία Capitals: ΛΙΤΑΝΕΙΑ
Transliteration A: litaneía Transliteration B: litaneia Transliteration C: litaneia Beta Code: litanei/a

English (LSJ)

ἡ, A entreaty, LXX 2 Ma.3.20, 10.16, PTeb.284.9 (i B. C.), Corn.ND12: pl., D.H.4.67; -εῖαι πρὸς τοὺς θεούς Jul.Ep.114, cf. Iamb.Myst.1.15.

Greek (Liddell-Scott)

λῐτᾰνεία: ἡ, δέησις, ἱκεσία, ἱκετεία, Διον. Ἁλ. 4. 67· ― παρ’ Ἐκκλ. «παράκλησις πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἱκεσία κοινὴ καὶ δι’ ὀργὴν ἐπιφερομένην καὶ χάριν εὐχαριστίας ὑπὲρ ἀγαθῶν ἐκδωρηθέντων» Συμεὼν Θεσσαλονίκ. κατὰ Αἱρεσ., κλ.

Spanish

ruego, súplica

Greek Monolingual

η (AM λιτανεία) λιτανεύω
θρησκευτική πομπή εορταστικού ή παρακλητικού χαρακτήρα, κατά την οποία γίνεται περιφορά εικόνων ή και αγίων λειψάνων στους δρόμους χωριού ή πόλης ή στην ύπαιθρο (α. «πᾶσαι δὲ προτείνουσαι τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐποιοῦν το λιτανείαν», ΠΔ
β. «λιτανεῑαι πρὸς τοὺς θεούς», Ιουλ.)
αρχ.
ικεσία, παράκληση, δέηση.