ἐνωπή
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
ἡ, (ὤψ) face, countenance, used by Hom. only in dat. ἐνωπῇ, as adverb, before the face, openly, Il.5.374, [21.510]; later ἐνωπῆς γλήνεα Nic.Th.227.
German (Pape)
[Seite 861] ἡ (ὤψ), das Angesicht, Antlitz; Hom. nur ἐνωπῇ, adv., κακὸν ῥέζειν, d. i. unverhohlen, offen, Il. 5, 374. 21, 510; ἐνωπῆς γλήνεα Nic. Th. 227.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωπή: ἡ, (ὤψ) πρόσωπον, μορφή, Ὅμ.· μόνον κατὰ δοτ. ἐνωπῇ, ὡς ἐπίρρ., «ἐν ὄψει, φανερῶς» (Σχόλ.), Λατ. palam, Ἰλ. Ε. 374, Φ. 510: ἀλλ᾿ ἐνωπῆς γλήνεα Νικ. Θηρ. 227.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
la vue, les yeux ; dat. adv. • ἐνωπῇ IL en face, ouvertement.
Étymologie: ἐν, ὤψ.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 en Hom. sólo en dat. ἐνωπῇ como adv. a ojos vista, abiertamente ὡς εἴ τι κακὸν ῥέζουσαν ἐ. Il.5.374, 21.510.
2 rostro, cara ἐνωπῆς γλήνεα Nic.Th.227.
Greek Monolingual
ἐνωπή, η (Α)
1. πρόσωπο, όψη, μορφή
2. (στον Όμηρο μόνο η δοτ. ως επίρρ.) ἐνωπῇ
κατά πρόσωπο, με παρρησία, φανερά («εἴ τι ῥέζουσαν ἐνωπῇ», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐνωπή: ἡ (ὤψ), πρόσωπο, μορφή, δοτ. ἐνωπῇ, ως επίρρ., κατά πρόσωπο, ανοιχτά, φανερά, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐν-ωπή, ἡ, n [ὤψ]
the face, countenance, dat. ἐνωπῇ as adv., before the face, openly, Il.