προξενώ

From LSJ
Revision as of 19:20, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Greek Monolingual

προξενῶ, -έω, ΝΜΑ πρόξενος
προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ.
β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῦμεν», ΚΔ
γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῦν τες», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
συνιστώ κάποιον σε έναν άλλο, δίνω καλές συστάσεις για κάποιον (α. «νὰ σὲ γιατρεύση, Δέσποτα, νὰ σὲ τὸν προξενήσω», Πρόδρ.
β. «ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων οἷον ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι», Δημοσθ.)
αρχ.
1. είμαι πρόξενος, έχω δικαιοδοσίες προξένου («οὔτε γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν», Δημοσθ.)
2. ενεργώ ως πρόξενοςτότε πρέσβεις δεῡρ' ἀφικνούμενοι καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν», Δημοσθ.)
3. προστατεύω, υποστηρίζω κάποιον («σοῦ μὲν ἐλθούσης χθόνα, πειράσομαί σου προξενεῖν, δίκαιος ὤν», Ευρ.)
4. συμβουλεύω, δίνω οδηγίες σε έναν ξένο («ὦ φίλταθ', ὡς νῦν πᾶν τελοῦν τι προξένει», Σοφ.)
5. δίνω την ευκαιρία, παρέχω τη δυνατότητα σε κάποιον («καὶ ὁ θεός δι' εὐμένειαν προξενεῖ μοι... καταλῡσαι τὸν βίον», Ξεν.).