φιλολοίδορος
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
English (LSJ)
ον, fond of reviling, abusive, D.18.126, Arist.HA608b10, Pr.875a35, Phgn.808a32, Dionys.Av.1.28. Adv. φιλολοιδόρως Poll.3.139, etc.
German (Pape)
[Seite 1282] schmähsüchtig, gern schmähend; Dem. 18, 126; γλῶσσα Anacr. 40, 10; Plut. Symp. 1, 2,6; adv. φιλολοιδόρως, Poll.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à injurier, insulteur.
Étymologie: φίλος, λοιδορέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσει να λοιδορεί.
επίρρ...
φιλολοιδόρως Α
με υβριστικό τρόπο, με βρισιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + λοίδορος «υβριστικός, χλευαστικός»].
Greek Monotonic
φῐλολοίδορος: -ον, αυτός που αγαπά να διασύρει, υβριστικός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλολοίδορος: ругательный, хулящий, злоречивый (γλῶσσα Anacr.; φύσις Dem.; γυνή Arst.).