ψαμμοδύτης

From LSJ
Revision as of 09:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμοδύτης Medium diacritics: ψαμμοδύτης Low diacritics: ψαμμοδύτης Capitals: ΨΑΜΜΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: psammodýtēs Transliteration B: psammodytēs Transliteration C: psammodytis Beta Code: yammodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,
A like ἀμμοδύτης, sand-diver; name of a fish that buries itself in the sand, elsewhere καλλιώνυμος, Hsch.
II name for a mole, Cyran.78.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, Sandkriecher Sandschlüpser, ein Fisch, Athen.; auch eine Schlange, die sich im Sande verkriecht, im Sande wohnt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὡς τὸ ἀμμοδύτης, ὁ εἰσδυόμενος εἰς τὴν ἄμμον· ὄνομα ἰχθύος εἰς τὴν ἄμμον εἰσδυομένου, ἄλλως καλλιώνυμος· «ψαμμοδύτης· ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
άτομο που κάνει έρευνες στη θαλάσσια και στην ποτάμια άμμο
αρχ.
ονομασία ψαριού που χώνεται στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + δύτης (< δύω «βουτώ», πρβλ. αμμοδύτης.