κυνηγετέω
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
Dor. κυναγετέω, hunt, Ar.Eq.1382, X. Cyn.5.34, etc.: c. acc., ὗς ἀγρίους κ. Aeschin.3.255, cf. Plb.31.14.3: metaph., persecute, harass, A.Pr.572 (lyr.); hunt down, τινας Plu. Mar.43: c. acc. cogn., κ. τέκνων διωγμόν E.HF898 (lyr.): abs., quest about, like a hound, S.Aj.5.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λέξ. κυναγός)· ― κυνηγῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1382, Ξεν., κλ.· πρβλ. ἐκκυνηγετέω· ― μεταφορ., καταδιώκω, κατατρύχω Αἰσχύλ., Πρ. 573. μετὰ συστοίχ. αἰτ., Σοφ. Αἴ. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. aller à la chasse;
2 tr. poursuivre à la chasse, chasser ; fig. poursuivre, harceler, ou simpl. rechercher la piste, acc..
Étymologie: κυνηγέτης.
Greek Monotonic
κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. -ήσω (κυνηγέτης),
I. κυνηγώ, καταδιώκω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, σε Αισχύλ.
II. κατατρύχω, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγετέω: дор. κῠνᾱγετέω
1) идти на охоту Arph., Xen.;
2) охотиться, ловить или убивать на охоте (ὗς ἀγρίους Aeschin.);
3) выслеживать (τὰ ἴχνη τινός Soph.);
4) (тж. κ. διωγμόν τινος Eur.) преследовать (τινα Aesch., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγετέω, Dor. κυνᾱγετέω [κυνηγέτης] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen.
Middle Liddell
κῠνηγετέω, κυνηγέτης
I. to hunt, Ar., Xen., etc.:—metaph. to persecute, harass, Aesch.
II. to quest about, like a hound, Soph.