ἀμφίφαλος

From LSJ
Revision as of 14:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίφᾰλος Medium diacritics: ἀμφίφαλος Low diacritics: αμφίφαλος Capitals: ΑΜΦΙΦΑΛΟΣ
Transliteration A: amphíphalos Transliteration B: amphiphalos Transliteration C: amfifalos Beta Code: a)mfi/falos

English (LSJ)

κυνέη helmet with double crest (φάλος), Il.5.743, 11.41, Q.S. 3.334.

German (Pape)

[Seite 145] Hom. zweimal, κρατὶ δ' ἐπ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον Iliad. 5, 743. 11, 41, entw. ein Helm, der ringsum mit Buckeln (metallenen Knöpfen, die zur Zierde u. zum Schutz dienen) versehen ist, od. nach Buttm. Lex. II, 242 ein Helm, dessen Bügel vom Busch aus nach der Stirn u. nach dem Hinterkopfe geht; vgl. τετραφάληρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίφαλος: ἀμφίφαλον κυνέην «φαλοὺς περὶ αὐτὴν ἔχουσαν· φαλοὶ δέ εἰσιν οἱ κατὰ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας ἀσπιδίσκοι» (σχόλ.), Ἰλ. Ε. 743, Λ. 41· ἴδε ἐν λ. φαλὸς (φάλος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cimiers.
Étymologie: ἀμφί, φάλος.

English (Autenrieth)

(φάλος): double-ridged, double-crested, of a helmet with divided crest. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἀμφίφᾰλος) -ον
de doble penacho κυνέη Il.5.743, 11.41, Q.S.3.334, cf. EM 1226.

Greek Monolingual

ἀμφίφαλος, -ον (Α)
(για περικεφαλαία) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + φάλος].

Greek Monotonic

ἀμφίφᾰλος: -ον, με διπλή περικεφαλαία (βλ. φάλος), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίφᾰλος: имеющий два гребня или две шишки (κυνέη Hom.).

Middle Liddell


with double crest (v. φάλος), Il.