ἀπροσδεής
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ές, A without want of anything, LXX 1 Ma.12.9, al., Phld.D.3.13; φιλοσοφίας Plu.2.122f, cf. 381b, Luc.Hist.Conscr.36: abs., self-sufficient, Plu.Comp.Arist.Cat. 4, Plot.5.9.4.
German (Pape)
[Seite 339] ές, nicht dazu bedürfend, τινός Plut. Pericl. 16; dah. selbstständig, sich selbst genügend, Plut. adv. St. 20; neben αὐτάρκης Stoic. rep. 4, oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσδεής: -ές, ὁ μὴ ἔχων χρείαν πλειοτέρου, ἢ ἁπλῶς ὁ μὴ ἔχων χρείαν τινὸς πράγματος, Πλούτ. 2. 122F, 381Β, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 36.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui n’a pas besoin de, gén. ; abs. qui se suffit à lui-même.
Étymologie: ἀ, προσδέω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de pers. que no necesita de c. gen. φιλοσοφίας Plu.2.122e, τέχνης καὶ διδασκαλίας Luc.Hist.Cons.36
•de Dios ἀπροσδεὲς γὰρ τὸ θεῖον ἁπάντων I.AI 8.111, παντὸς ἀ. Athenag.Res.12.3, πάσης προσθήκης ἀ. Ath.Al.M.26.96A, τῆς ἑτέρωθεν χάριτος Gr.Nyss.Maced.p.97
•gram. (αἱ ἀντωνυμίαι) ... τῶν παρεπομένων A.D.Synt.105.11, ἀ. στιγμῆς A.D.Synt.122.18, cf. 179.2, 205.19, 229.6
•subst. τὸ ἀ. falta de necesidad τοῦ ἑτέρου Gr.Nyss.V.Mos.p.40
•que no está falto de ἡμεῖς οὖν ἀπροσδεεῖς τούτων LXX 1Ma.12.9, tb. de anim. ὡς οὐδ' ἰχθῦς ἀπρ(οσ)δεεῖς τοῦ ὕδατος οὔδ' ὄρνιθας πτερῶν Phld.D.3.13, (ἵππος) κέντρου ἀπροσδεής Poll.1.196.
2 de principios y abstr. abs. que se basta a sí mismo, autosuficiente ἀπροσδεές ἐστιν ὅσον ἐφ' ἑαυτῷ τὸ ἡγεμονικόν el guía (e.e. la razón) por su misma condición carece de necesidades M.Ant.7.16
•(el alma) πλῆρες καὶ ἀπροσδεὲς ἑαυτῇ τὸ προτεθὲν ποιεῖ M.Ant.11.1, δεῖ τὰ πρῶτα ἐνεργείᾳ τίθεσθαι καὶ ἀπροσδεᾶ καὶ τέλεια es preciso admitir que los primeros principios son en acto autosuficientes y perfectos Plot.5.9.4
•como atributo de la divinidad θεός Plu.Comp.Arist.Cat.4, 1Ep.Clem.52, Clem.Al.Strom.6.16.137
•del Hijo de Dios, Alex.Al.Ep.Alex.47, cf. Thdt.HE 1 (p.18.30)
•de la enseñanza de Cristo, Clem.Al.Strom.1.20.100
•subst. τὸ ἀ. autosuficiencia Clem.Al.Paed.1.6.26.
II adv. -ῶς sin necesidad de ayuda ἀ. πάντα ποιῆσαι τελείως Didym.Trin.2.1.8.
Greek Monolingual
(Α ἀπροσδεής, -ές) προσδεής
αυτός που δεν έχει έλλειψη από τίποτε, ο αυτάρκης.
Greek Monotonic
ἀπροσδεής: -ές, αυτός που δεν έχει ανάγκη από περισσότερα ή που δεν έχει ανάγκη κάτι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροσδεής:
1) не нуждающийся (τινος Plut., Luc.);
2) самодовлеющий (θεός Plut.).