ἡμίοπος
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ον, (ὀπή) A with half its holes, ἡ. αὐλοί flutes with only three holes, Anacr.20; ἡ. (without αὐλός), ὁ, used metaph. of something small, A.Fr.91. II ἡμίοπον· ἥμισυ, Gal.19.102.
German (Pape)
[Seite 1169] halb durchlöchert, αὐλοί, kleine Flöten mit drei Löchern, Aesch. bei Poll. 6, 161; Ath. IV, 182 c; Hesych. μὴ τέλειοι αὐλοί.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίοπος: -ον, (ὀπὴ) ἔχων ἡμισείας ὀπάς, ἡμίοποι αὐλοί, φέροντες μόνον τρεῖς ὀπάς, μὴ τέλειοι αὐλοί, Ἀνακρ. 19˙ ἡμ. (ἄνευ τοῦ αὐλός), ὁ, ἐν χρήσει μεταφ. ἐπὶ μικροῦ, ἀτελοῦς πράγματος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 89.
Greek Monolingual
ἡμίοπος, -ον (Α)
1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» — με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.)
2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα
3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον
ἥμισυ»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπος < οπή (πρβλ. πολύ-οπος)].
Russian (Dvoretsky)
ἡμίοπος:
1) имеющий (лишь) половину отверстий: ἡ. αὐλός Anacr. свирель с тремя отверстиями (вместо обычных шести);
2) неполный, маленький Aesch.