πολύσχιστος
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ον, split into many parts, branching, κέλευθοι S.OC1592.
German (Pape)
[Seite 674] vielfach gespalten, getheilt, mannichfaltig; κέλευθα, Soph. O. C. 1588; ἀτρεκίη, Greg. ep. (VIII, 7); Sp. auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσχιστος: -ον, ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ εἰς πολλὰς ἀτραποὺς διασχιζομένη, ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Σοφ. Ο. Κ. 1592· ἀτρεκίη Ἀνθ. Π. 8. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
c. πολυσχιδής.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως για δρόμο) αυτός που διακλαδίζεται σε πολλά στενά δρομάκια ή μονοπάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σχιστός (< σχίζω)].
Greek Monotonic
πολύσχιστος: -ον, αυτός που έχει πολλά παρακλάδια, κέλευθα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολύσχιστος:
1) разветвленный: κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Soph. на одной из расходящихся дорог;
2) расколотый, многообразный (ἀτρεκίη Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύσχιστος -ον [πολύς, σχίζω] met veel splitsingen:. κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ op een van de wegen met veel splitsingen Soph. OC 1592.
Middle Liddell
πολύ-σχιστος, ον, σχίζω
many-branching, κέλευθα Soph., Arist., Strab.