ναυκληρέω

From LSJ
Revision as of 18:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκληρέω Medium diacritics: ναυκληρέω Low diacritics: ναυκληρέω Capitals: ΝΑΥΚΛΗΡΕΩ
Transliteration A: nauklēréō Transliteration B: nauklēreō Transliteration C: nafklireo Beta Code: nauklhre/w

English (LSJ)

A to be a shipowner, Ar.Av.598, X.Lac.7.1, Lys.6.49; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει Test. ap. D.35.20: c. gen., φορτηγὸν ἧς ἐναυκλήρει Ῥωμαῖος ἀνήρ Plu.Pomp. 73. 2 metaph., ν. πόλιν manage, govern, A.Th.652, S.Ant. 994. II to be manager of a tenement-house (v. ναύκληρος ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Is.6.19, cf. Alex. 138.

German (Pape)

[Seite 230] 1) ein ναύκληρος sein, ein Schiff besitzen; Ar. Av. 598; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν, ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει, Dem. 35, 20, öfter; auch ἧς ἐναυκλήρει, Plut. Pomp. 73; – übh. lenken, regieren, πόλιν, Aesch. Sept. 634, wie Soph. Ant. 981. – 2) ein Haus besitzen u. es vermiethen, Is. 6, 19; – Hesych. erkl. es auch allgemein = ναυτίλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκληρέω: εἶμαι κύριος πλοίου, ἰδιοκτήτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 598, Ξεν. Λακ. 7, 1, Λυσ. 107, 29· Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει παρὰ Δημ. 929. 14. 2) μεταφορ., ν. πόλιν, κυβερνᾶν, διοικεῖν, πόλιν Αἰσχύλ. Θήβ. 652, Σοφ. Ἀντ. 994. ΙΙ. ὑπενοικιάζω οἰκίαν (ἴδε ναύκληρος ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Ἰσαῖ. 58. 13· «ναυκληρεῖν· ἀντὶ τοῦ οἰκίας δεσπόζειν. Ἄλεξις Λοκροῖς» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 109. 19. 2· πρβλ. Φώτ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être propriétaire ou armateur d’un navire ; fréter ; p. anal. diriger, gouverner, acc..
Étymologie: ναύκληρος.

Greek Monotonic

ναυκληρέω: μέλ. -ήσω,
1. είμαι ιδιοκτήτης πλοίου, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. μεταφ., ναυκληρέω πόλιν, διοικώ, κυβερνώ πόλη, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ναυκληρέω:
1) (тж. ν. τὴν ναῦν Dem. и τῆς νεώς Plut.) быть судовладельцем, т. е. сдавать судно в наем (для перевозки грузов): ναυκληρῶν Lys. будучи собственником корабля;
2) править, управлять (πόλιν Aesch., Soph.);
3) отдавать в наем (συνοικίαν Isae.).

Middle Liddell

ναυκληρέω,
1. to be a shipowner, Ar., Xen.
2. metaph., ν. πόλιν to manage, govern, Aesch., Soph. [from ναύκληρος