Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κροτητός

From LSJ
Revision as of 21:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτητός Medium diacritics: κροτητός Low diacritics: κροτητός Capitals: ΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: krotētós Transliteration B: krotētos Transliteration C: krotitos Beta Code: krothto/s

English (LSJ)

ή, όν,
A stricken, sounding with blows, κάρα A.Ch. 428.
2 κροτητὰ ἅρματα = rattling, bumping chariots, S.El.714; κροτητὰ πηκτίδων μέλη = music struck from the harp, Id.Fr.241.
II τὰ κροτητά,
1 cakes of some kind, E.Fr.467.4.
2 much-trodden places, Thphr.HP6.6.10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 retentissant;
2 frappé.
Étymologie: adj. verb. de κροτέω.

Greek (Liddell-Scott)

κροτητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κτυπημένος, ἠχῶν ἐκ τῶν κτυπημάτων, κάρα Αἰσχύλ. Χο. 428. 2) κρ. ἅρματα, κροτοῦντα, θορυβωδῶς ἠχοῦντα, (πρβλ. κροτέω Ι), Σχόλ. εἰς Ἠλ. 714· κροτητὰ πηκτίδων μέλη, παιζόμενα διὰ τοῦ πλήκτρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 227. ΙΙ. τὰ κροτητά, 1) εἴδη πλακουντίων, Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 4. 2) καλῶς πεπατημένον μέρος (ἐπὶ ἐδάφους), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 10.

Greek Monolingual

κροτητός, -ή, -όν (Α) κροτώ
1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά
α) είδη γλυκισμάτων
β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ
3. φρ. α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα
β) «κροτητά πηκτίδων μέλη» — τραγούδια που παίζονται με πλήκτρο.

Greek Monotonic

κροτητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κροτέω, χτυπημένος, αυτός που ηχεί από χτυπήματα, σε Αισχύλ.· θορυβώδης, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροτητός -ή -όν [κροτέω] ratelend:. κτύπος κροτητῶν ἁρμάτων het lawaai van ratelende wagens Soph. El. 714. geslagen:. κροτητὸν ἀμὸν... κάρα mijn geslagen hoofd Aeschl. Ch. 428.

Russian (Dvoretsky)

κροτητός:
1) шумящий, грохочущий (ἅρματα Soph.);
2) получающий удары (κάρα Aesch.);
3) извлекаемый бряцанием по струнам (μέλη Soph.).

Middle Liddell

κροτητός, ή, όν verb. adj. of κροτέω,]
stricken, sounding with blows, Aesch.: rattling, Soph.