φροντιστήριον

From LSJ
Revision as of 12:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φροντιστήριον Medium diacritics: φροντιστήριον Low diacritics: φροντιστήριον Capitals: ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: phrontistḗrion Transliteration B: phrontistērion Transliteration C: frontistirion Beta Code: frontisth/rion

English (LSJ)

τό, A place for meditation, thinking-shop, ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον, of Socrates' school, Ar.Nu.94, al.; monastic community of Indian sages, Philostr.VA3.50, 6.6: generally, school, study, Luc.Ner.1, Poll.4.41; lecture-room, auditorium, Procop.Gaz.Ep.114. 2 = Lat. Curia (as if from cura), D.C.Fr.5.8. 3 law-court, PLips.38.14 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1309] τό, ein Ort, wo gedacht, geforscht wird, komisch bei Ar. Nubb. 94. 128 von der Denkerei oder der Studirstube des Sokrates; Studirzimmer auch Luc. Nero 2; Hörsaal, Schule; – D. Cass. übersetzt so das röm. curia.

Greek (Liddell-Scott)

φροντιστήριον: τό, τόπος πρὸς μελέτην, μελετητήριον, οἱονεὶ ἐργαστήριον φροντίδων ἢ σκέψεων, ὡς καλεῖται ἡ κατὰ φαντασίαν σχολὴ τοῦ Σωκράτους ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 94, 128, 142, 181, 1487· ― καθόλου, σχολή, σπουδαστήριον, Λουκ. Νέρ. 1, Πολυδ. Δϳ, 41. 2) Δίων ὁ Κάσ. συνήθως δι’ αὐτοῦ μεταφράζει τὸ Ῥωμαϊκὸν Curia, (ὅπερ ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ cura), Ἐκλογ. 1. 36. 3) μοναστήριον, Εὐαγγ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 21· φρ. μοναχῶν Ἰω. Γενέσ. 70. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de méditation ; cabinet de travail, salle d'étude (cogito-pensoir).
Étymologie: φροντίζω.

Greek Monotonic

φροντιστήριον: τό, μέρος για μελέτη, μελετητήριο, σχολείο, σε Αριστοφ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φροντιστήριον: τό
1) место для размышлений Arph.;
2) комната для занятий, рабочий кабинет Luc.

Middle Liddell

φροντιστήριον, ου, τό,
a place for meditation, a thinking shop, school, Ar., Luc. [from φροντιστής