ἀνασχετικός

From LSJ
Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασχετικός Medium diacritics: ἀνασχετικός Low diacritics: ανασχετικός Capitals: ΑΝΑΣΧΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anaschetikós Transliteration B: anaschetikos Transliteration C: anaschetikos Beta Code: a)nasxetiko/s

English (LSJ)

ή, όν, enduring, patient, Plu.2.31a.

German (Pape)

[Seite 210] duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχετικός: -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
patient.
Étymologie: ἀνέχω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν paciente Plu.2.31a.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνασχετικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα
αρχ.
αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασχετικός: терпеливо переносящий, терпеливый Plut.