θηλύσπορος
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ον, of female kind, γέννα, of the daughters of Danaus, A.Pr.855.
German (Pape)
[Seite 1208] γέννα, weiblich, Aesch. Prom. 857.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύσπορος: -ον, τοῦ θήλεος γένους, γέννα, ἐπὶ τῶν θυγατέρων τοῦ Δαναοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 855.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfanté (propr. semé) par une femme.
Étymologie: θῆλυς, σπείρω.
Greek Monolingual
θηλύσπορος, -ον (Α)
φρ. «θηλύσπορος γέννα» — οι κόρες του Δαναού, ο οποίος δεν είχε αγόρια, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
θηλύσπορος: -ον (σπείρω), αυτός που ανήκει στο θηλυκό γένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θηλύσπορος: женский, состоящий из (одних) женщин (γέννα, т. е. Δαναΐδες Aesch.).
Middle Liddell
θηλύ-σπορος, ον σπείρω
of female kind, Aesch.