διαστοιβάζω

From LSJ
Revision as of 22:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστοιβάζω Medium diacritics: διαστοιβάζω Low diacritics: διαστοιβάζω Capitals: ΔΙΑΣΤΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: diastoibázō Transliteration B: diastoibazō Transliteration C: diastoivazo Beta Code: diastoiba/zw

English (LSJ)

stuff in between, Hdt.1.179.

German (Pape)

[Seite 604] dazwischen stopfen, τί τινος, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

διαστοιβάζω: μέλλ. -άσω, στοιβάζω, γεμίζω τὰ ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 1. 179.

French (Bailly abrégé)

insérer en guise de bourre.
Étymologie: διά, στοιβάζω.

Spanish (DGE)

interponer, intercalar διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Hdt.1.179.

Greek Monolingual

διαστοιβάζω (Α)
στοιβάζω, γεμίζω το μεταξύ διάστημα.

Greek Monotonic

διαστοιβάζω: μέλ. -άσω, στοιβάζω, παραγεμίζω κάτι με κάτι ανάμεσα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διαστοιβάζω: класть в промежуток, вставлять (διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-στοιβάζω ertussen stoppen, als opvulsel gebruiken.

Middle Liddell

fut. άσω
to stuff in between, Hdt.