ἄτρεστος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, (τρέω) not trembling, fearless, Trag., and Pl.Cra.395c: c. gen., ἄ. μάχας fearless of fight, A.Pr.416 (lyr.); ἄ. ἐν μάχαις S.Aj. 365 (lyr.); ἄ. εὕδειν securely, Id.OT586. Adv. -τως A.Supp.240: neut. pl. ἄτρεστα as adverb, E.Ion1198.
German (Pape)
[Seite 388] nicht zitternd, unerschrocken, bes. Tragg., καρδία Aesch. Ag. 1375; μάχης Prom. 414; ἐν μάχαις Soph. Ai. 358; σὺν φόβοις entggstzt O. R. 586; ἄτρεστα adverbial Eur. Ion. 1198; so sp. D.; auch Plat. Crat. 395 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne tremble pas, intrépide ; ἄτρεστος μάχας ESCHL sans crainte du combat;
2 tranquille ; adv. • ἄτρεστα tranquillement.
Étymologie: ἀ, τρέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄτρηστος Pan 16.4 (I d.C.)
I 1que no tiembla, intrépido ἀτρέστῳ κραδίᾳ ... λέγω A.A.1402, παρθένοι μάχας ἄτρεστοι A.Pr.416, ὁρᾷς ... τὸν ἐν δαΐοις ἄτρεστον μάχαις S.Ai.365, Λακεδαίμων Amyntas SHell.44.1, Pan l.c., ἄ. ... στρατηγός D.Chr.4.108
•subst. τὸ ἄ. intrepidez τῆς ἐπιχειρήσεως Luc.Musc.Enc.5.
2 tranquilo ἄτρεστον εὕδοντ' S.OT 586
•neutr. como adv. tranquilamente Λοξίου γὰρ ἐν δόμοις ἄτρεστα ναίουσ' E.Io 1198.
II adv. -ως intrépidamente μολεῖν ἔτλητ' ἀ. A.Supp.240.
• Etimología: Deriv. de τρέω q.u. c. ἀ- priv.
Greek Monolingual
ἄτρεστος, -ον (Α) τρέω
1. αυτός που δεν τρέμει, άτρομος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄτρεστον ή ἄτρεστα
άφοβα.
Greek Monotonic
ἄτρεστος: -ον (τρέω), αυτός που δεν τρέμει, άφοβος, ατρόμητος, Λατ. intrepidus, σε Τραγ.· με γεν., ἄτρεστος μάχας, άφοβος στη μάχη, σε Αισχύλ.· ομοίως, ἄτρεστος ἐν μάχαις, σε Σοφ.· ἄτρεστος εὕδειν, με ασφάλεια, στον ίδ.· επίσης, ουδ. πληθ. ἄτρεστα ως επίρρ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτρεστος: бестрепетный, бесстрашный (καρδία Aesch.; μάχης Aesch. и ἐν μάχαις Soph.; ἀτειρὴς καὶ ἄ. Plat.).
Middle Liddell
τρέω
not trembling, unfearing, fearless, Lat. intrepidus, Trag.: c. gen., ἄτρ. μάχας fearless of fight, Aesch.; so, ἄτρ. ἐν μάχαις Soph.; ἄτρ. εὕδειν securely, Soph.:—also neut. pl. ἄτρεστα as adv., Eur.