δίπλεθρος

From LSJ
Revision as of 10:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπλεθρος Medium diacritics: δίπλεθρος Low diacritics: δίπλεθρος Capitals: ΔΙΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: díplethros Transliteration B: diplethros Transliteration C: diplethros Beta Code: di/pleqros

English (LSJ)

ον, A two πλέθρα long or broad, Theopomp.Hist.350, Luc.VH1.16. 2 Subst. δίπλεθρον, τό, space of two πλέθρα, Plb.34.12.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 de dos pletros ποταμός X.An.4.3.1, σκέλος Theopomp.Hist.390, cf. Ephor.119, Str.9.4.4, ὁ ... μέγιστος αὐτῶν καὶ δ. ἦν Luc.VH 1.16, cf. D.S.1.47, 2.7, App.Pun.95.
2 subst. τὸ δ. medida, distancia de dos pletros Plb.34.12.4, ἐκ ... διπλέθρου AP 11.117 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 640] zwei Plethren groß; Xen. An. 4, 3, 1, Luc. V. H. 1, 16; τὸ δίπλεθρον, = διπλεθρία, Pol. 34, 12, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δίπλεθρος: -ον, δύο πλέθρα, μακρὸς ἢ εὐρύς, Θεόπομπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 6, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16· - δίπλεθρον, τό, διάστημα δύο πλέθρων, Πολύβ. 34. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de deux plèthres, de deux arpents.
Étymologie: δίς, πλέθρον.

Greek Monolingual

δίπλεθρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει έκταση δύο πλέθρων
2. το ουδ. ως ουσ. το δίπλεθρον
μετρική μονάδα ίση με δύο πλέθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (βλ. λ. δις) + πλέθρον.

Greek Monotonic

δίπλεθρος: -ον, αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δύο πλέθρων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δίπλεθρος: размером или протяжением в два плетра (ок. 61.7 м) Diod., Luc.

Middle Liddell

δί-πλεθρος, ον adj
two πλέθρα long or broad, Luc.