λιθουργέω
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
A work in stone, hew, λίθον LXX Ex.35.33: abs., Porph.Hist.Phil.11; carve a gem, PMag.Berol.1.68. II turn into stone, petrify, γυῖα AP3.11 (Cyzic.), cf. Philostr.Im.1.11.
German (Pape)
[Seite 46] in Stein arbeiten, Steine behauen u. bearbeiten, Sp. Auch = in Stein verwandeln, versteinern, Anth. Ep. Cyz. 11 (III, 11); Philostr. Imagg. 1, 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 travailler la pierre;
2 pétrifier.
Étymologie: λιθουργός.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθουργέω: ἐργάζομαι, πελεκῶ λίθους, λίθον Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 33). ΙΙ. μεταβάλλω εἰς λίθον, ὡς τὸ λιθόω, Ἀνθ. Π. 3. 11, Φιλόστρ. 781.
Spanish
Greek Monotonic
λῐθουργέω: μεταβάλλω σε πέτρα, απολιθώνω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λιθουργέω: превращать в камень (τὰ Γοργόνος γυῖα Anth.).
Middle Liddell
λῐθουργέω,
to turn into stone, petrify, Anth. [from λῐθουργός]