παρεγείρω

From LSJ
Revision as of 13:58, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγείρω Medium diacritics: παρεγείρω Low diacritics: παρεγείρω Capitals: ΠΑΡΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: paregeírō Transliteration B: paregeirō Transliteration C: paregeiro Beta Code: paregei/rw

English (LSJ)

raise partly, διὰ τροχιλίας Plu.Eum.11.

German (Pape)

[Seite 510] (s. ἐγείρω), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγείρω: ἐγείρω ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» (ἔνθα παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.

French (Bailly abrégé)

exciter à avancer.
Étymologie: παρά, ἐγείρω.

Greek Monolingual

Α
σηκώνω κάτι από το έδαφος ώστε μόνο ένα μέρος του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω.

Greek Monotonic

παρεγείρω: μέλ. -εγερῶ, εγείρω, ξεσηκώνω μερικώς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρεγείρω: слегка подгонять (sc. τὸν ἵππον Plut.).

Middle Liddell

fut. -εγερῶ
to raise partly, Plut.