παρευνάζομαι

From LSJ
Revision as of 10:16, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευνάζομαι Medium diacritics: παρευνάζομαι Low diacritics: παρευνάζομαι Capitals: ΠΑΡΕΥΝΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pareunázomai Transliteration B: pareunazomai Transliteration C: parevnazomai Beta Code: pareuna/zomai

English (LSJ)

A lie beside, δμῳῇσι Od.22.37, cf. Poll.5.41:—later Act., Nonn.D.10.200, 25.17.

German (Pape)

[Seite 519] daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen, Od. 22, 37; κύνας παρευνασθέντας τοῖς θηρίοις, Poll. 5, 41.

Greek (Liddell-Scott)

παρευνάζομαι: εὐνάζομαι πλησίον, πλαγιάζω δίπλα, συγκοιμῶμαι, δμωῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθαι βιαίως Ὀδ. Χ. 37, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρευνάζων· παρακοιτάζων».

English (Autenrieth)

lie beside, Od. 22.37†.

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον
2. ενεργ. παρευνάζω
βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐνάζομαι «κοιμάμαι, ξαπλώνω»].

Greek Monotonic

παρευνάζομαι: Παθ., ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

παρευνάζομαι: лежать или спать рядом (τινι Hom.).

Middle Liddell


Pass. to lie beside another, c. dat., Od.