ποιηματικός
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ή, όν, poetical, Plu.2.744f.
German (Pape)
[Seite 648] zum Gedichte gehörig, dichterisch, poetisch, Plut. Symp. 9, 14, 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιημᾰτικός: -ή, -όν, ποιητικός, Πλούτ. 2. 744Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne un poème, poétique.
Étymologie: ποίημα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ποίημα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποιο ποίημα.
Russian (Dvoretsky)
ποιημᾰτικός: поэтический Plat.