κωλυτικός

From LSJ
Revision as of 11:20, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ’" to "’")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡτικός Medium diacritics: κωλυτικός Low diacritics: κωλυτικός Capitals: ΚΩΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kōlytikós Transliteration B: kōlytikos Transliteration C: kolytikos Beta Code: kwlutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A preventive, τινος of a thing, X.Mem.4.5.7 (Comp.), Arist.Rh.1362a29, EN1096b12, Thphr.Ign.45, Epicur.Ep.2p.52U., Porph.Abst.2.47: abs., in Astrol., ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. Vett.Val.178.30.

German (Pape)

[Seite 1543] zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φθορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡτικός: -ή, -όν, ὡς τὸ κωλυτήριος, ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d’empêcher, de mettre obstacle à, gén;
Cp.
κωλυτικώτερος.
Étymologie: κωλύω.

Greek Monolingual

κωλυτικός, -ή, -όν (AM) κωλύω
ο κατάλληλος να εμποδίσει κάτι ή κάποιον από κάτι άλλο («τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον εἶναι ἀκρασίας;», Ξεν.).
επίρρ...
κωλυτικῶς
με παρεμποδιστικό τρόπο.

Greek Monotonic

κωλῡτικός: -ή, -όν, παρακωλυτικός, προληπτικός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κωλῡτικός: препятствующий, мешающий: κωλυτικώτερόν τι Xen. большая помеха; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωλυτικός -ή -όν [κωλύω] verhinderend, met gen.: διὸ κωλυτικὰ μὲν ἐλέου πάντα ταῦτ’ ἐστί daarom vormen al deze zaken een obstakel voor medelijden Aristot. Rh. 1387a3.

Middle Liddell

κωλῡτικός, ή, όν
preventive, Xen. [from κωλύω