θαύμακτρον
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
τό, money paid to see conjurers' tricks, Sophr.120.
German (Pape)
[Seite 1189] τό, Sophron bei E. M. 443, 52; Schneider vermuthet θυμίακτρον, thuribulum; Passow erkl. Geld, das man Gauklern zum Lohne giebt.
Greek (Liddell-Scott)
θαύμακτρον: τὸ, τὸ ἀργύριον τὸ διδόμενον ὅπως ἴδῃ τις τέχνασμα θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. θαῦμα Ι. 2).
Greek Monolingual
θαύμακτρον, το (Α)
χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. -τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή του γιατρού» κ.τ.ό.)].