φιλεγκλήμων
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ον, gen.ονος, fond of fault-finding, Ph.1.310, Poll.3.139, Gal.13.485, Sch.Il.1.354, Sch.Ar.Pl.874, etc. Adv. -μόνως Poll.l.c.
German (Pape)
[Seite 1275] ονος, gern anklagend, Clem. Al., Poll. 6, 168.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεγκλήμων: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐγκαλῇ, Πολυδ. Γ΄, 139, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 354, κλπ., Ἡσύχ. ἐν λέξει μεμψίμοιρος. ― Ἐπίρρ., -μόνως, Πολύδ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, φιλαίτιος, φιλοκατήγορος.
επίρρ...
φιλεγκλημόνως Α
φιλαιτίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -εγκλήμων (< ἔγκλημα), πρβλ. δυσ-εγκλήμων].