ἀκροσαπής
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ές, (σήπομαι) slightly 'high', Hp.Alim.41.
German (Pape)
[Seite 85] ές, oben verwesend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροσᾰπής: -ές, (σήπομαι) «σιτίον νέοισιν ἀκροσαπές», ἐπιπολῆς, ἐπὶ βραχὺ μεταβεβλημένον, Ἱππ. 382, 41.
Spanish (DGE)
-ές
ligeramente pasado o macerado σιτίον Hp.Alim.41, cf. ἀ.· τὸ ἐπιπολῆς μεταβεβληκός Gal.19.73.
Greek Monolingual
ἀκροσαπής, -ὲς (Α)
αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι].