βαυκάλιον

From LSJ
Revision as of 20:46, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκᾰλιον Medium diacritics: βαυκάλιον Low diacritics: βαυκάλιον Capitals: ΒΑΥΚΑΛΙΟΝ
Transliteration A: baukálion Transliteration B: baukalion Transliteration C: vafkalion Beta Code: bauka/lion

English (LSJ)

τό, narrow-necked vessel, that gurgles when water is poured in or out, POxy.936.6 (iii A. D.), Olymp. in Mete.93.6: pl., Alex.Aphr.Pr.1.94 (καυκ- codd.).

German (Pape)

[Seite 439] τό, ein enghalsiges Gefäß, das beim Ausgießen einen gluchsenden Ton giebt, Sp.; vgl. καυκάλον.

Greek (Liddell-Scott)

βαυκάλιον: ἢ καυκάλιον, τό, στενόλαιμον ἀγγεῖον, ὅπερ πληρούμενον ὕδατος ἢ κενούμενον παρεῖχεν ἦχόν τινα, μεταγεν. ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Δουκαγγίου.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 bocal, jarro, POxy.3061.5 (I d.C.), Alex.Aphr.Pr.1.94, POxy.936.6 (III d.C.), 1913.49 (VI d.C.), Pall.HLaus.18, Olymp.in Mete.93.6.
2 medida de capacidad que contenía 3000 ladrillos POxy.2055.42, 2197.3 (VI d.C.).
• Etimología: Seguramente rel. c. βαυκαλάω en virtud del ruido que se produce al beber.

Greek Monolingual

βαυκάλιον και καυκάλιον, το (AM)
μικρή πήλινη ή γυάλινη στάμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους τα βαυκάλιον και βαύκαλις υποκατέστησαν στην καθημερινή γλώσσα τη λ. ψυκτήρ και προέρχονται από το βαυκαλώ. Ο τ. καυκάλιον ή αναλογικά προς το βαυκάλιον ή από το βαυκάλιον με αφομοίωση ή, τέλος, μπορεί να προήλθε από λάθος της μικρογράμματης γραφής].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: vase with a narrow neck (pap.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: One supposes Egyptian origin. S. Nencioni Riv. degli stud. or. 19 (1940) 98ff. DELG suggests βαυκαλάω, which does not seem probable. On the forms (incl. Fr. bocal) Leroy-Molinghen, Byzantion 35 (1965) 214-20. - Cf. καυκάλιον and βῖκος.

Frisk Etymology German

βαυκάλιον: {baukálion}
Forms: βαύκαλις, -ιδος f. N. eines Kühlgefäßes (Sopat., AP). Dazu mittelgr. βαύκη.
Grammar: n.
Meaning: Bez. eines enghalsigen Gefäßes (Pap. u. a.),
Etymology: Ägyptisches Wort, aber Vorbild unklar. Ausführlich darüber Nencioni Riv. degli stud. or. 19, 98ff. — Vgl. καυκάλιον und βῖκος.
Page 1,228