βιοτεύω
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
English (LSJ)
A live, Pi.N. 4.6; ἀβίωτον χρόνον β. E.Alc.243 (lyr.); β. ἀκρατῶς Arist.EN1114a16; φαιδρῶς X. Cyr.4.6.6. 2 get food, αὐτόθεν πολεμοῦντα Th.1.11; live by or off a thing, ἀπὸ πολέμου X.Cyr.3.2.25; ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Arist. HA610a5. 3 reside, ἐς θάλασσαν Aret.CD1.2; ἐν χώρῃσι θερμῇσι ib.4.
German (Pape)
[Seite 445] leben, Pind. N. 4, 6 ῥῆμα ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει. So Plat. Phaedr. 252 d; Thuc. 1, 130; ἀπό τινος, sein Leben erhalten, von etwas leben, VLL. πορίζειν τὰ πρὸς τὸν βίον; Xen. Cyr. 3. 2, 25; αὐτόθεν Thuc. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
βιοτεύω: ζῶ, Πίνδ. Ν. 4. 11· ἀβίωτον χρόνον β. Εὐρ. Ἀλκ. 242· β. ἀκρατῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 14. 2) λαμβάνω τροφήν, πορίζομαι τὰ πρὸς τροφήν, αὐτόθεν Θουκ. 1. 11· ζῶ ἔκ τινος, ἀπὸ πολέμου Ξεν. Κύρ. 3. 2, 25· ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 26.
French (Bailly abrégé)
1 (βιοτή) vivre : φαιδρῶς β. XÉN vivre d'une vie brillante ou fastueuse;
2 (βίοτος) se procurer ou avoir les moyens de vivre, vivre de (qch, de l’agriculture, etc.) : ἀπὸ πολέμου XÉN vivre de la guerre.
English (Slater)
βῐοτεύω
1 live ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει (N. 4.6)
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. βιωτ- Gr.Naz.M.35.812B
• Morfología: [poét. part. pres. βιότουσαν (dud.) Epic.Alex.Adesp.3.22]
I dep. de los medios econ. procurarse el sustento, aprovisionarse c. ac. int. ὅσον ἤλπιζον αὐτόθεν πολεμοῦντα βιοτεύσειν Th.1.11
•vivir de ἀπὸ πολέμου X.Cyr.3.2.25, ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Arist.HA 610a5.
II indep. de los medios econ.
1 vivir temp. ἀβίωτον χρόνον E.Alc.243, τὴν ... πρώτην γένεσιν Pl.Phdr.252d, cf. PMasp.89re.18 (VI d.C.), anón. en PAnt.115a.16
•c. calificaciones varias φαιδρῶς X.Cyr.4.6.6, ἀκρατῶς Arist.EN 1114a16, ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ Th.1.130, μεθ' ὧν ... βιοτεύοντες τοῖς μὲν σώμασιν ἰατρικὴν ἐξεῦρον viviendo en estas condiciones descubrieron la medicina para el cuerpo Isoc.11.22, cf. Theopomp.Hist.132, D.Chr.3.4, Gr.Naz.l.c.
•fig. ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει la palabra vive más tiempo que los hechos Pi.N.4.6.
2 vivir, habitar local ἐν ἀμφοτέροις τοῖς ὕδασι Mnesith.Ath.38.56, 57, cf. Plot.3.4.3, ἐς θάλασσαν Aret.CD 1.2.18, ἐπὶ σκάφους Hld.1.5.3, ἐν χώρῃσι θερμῇσι Aret.CD 1.4.15, cf. Philostr.VA 3.47.
Greek Monolingual
βιοτεύω (Α)
1. ζω, περνώ τη ζωή μου
2. εξοικονομώ τα προς το ζην, ζω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίοτος ή < βιοτή.
Greek Monotonic
βιοτεύω: μέλ. -σω,
1. ζω, σε Ευρ.
2. βρίσκω τροφή, σε Θουκ.· ζω με ή από κάτι· ἀπὸ πολέμου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βιοτεύω:
1) жить Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst.: χρονιώτερόν τινος β. Pind. переживать кого(что)-л.; β. ἰδιώτην Plut. жить частным человеком;
2) добывать себе пропитание, кормиться (ἀπό τινος Xen., Arst.; αὐτόθεν Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιοτεύω βίοτος
1. leven:. φαιδρῶς β. een schitterend leven leiden Xen. Cyr. 4.6.6.
2. zich in leven houden:. ἀπὸ πολέμου β. van oorlog leven Xen. Cyr. 3.2.25.
Middle Liddell
[From βιοτή
1. to live, Eur.
2. to get food, Thuc.: to live by or off a thing, ἀπὸ πολέμου Xen.