περιδίδωμι

From LSJ
Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδίδωμι Medium diacritics: περιδίδωμι Low diacritics: περιδίδωμι Capitals: ΠΕΡΙΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: peridídōmi Transliteration B: perididōmi Transliteration C: perididomi Beta Code: peridi/dwmi

English (LSJ)

only in Med., stake, wager, c. gen. pretii, τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος let us make a wager of a tripod, i.e. let us wager a tripod (to be paid by the loser), Il.23.485; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς I will wager myself, i.e. my life, Od.23.78; π. πότερονlay a wager whether... Ar.Ach.1115; περὶ τῆς κεφαλῆς περιδόσθαι Id.Eq.791: with dat. pers. added, περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν have a wager with me for a little thyme-salt, Id.Ach.772; περίδου νυν ἐμοί, εἰ μὴId.Nu.644, cf. Diph.130.

German (Pape)

[Seite 572] (s. δίδωμι), herumgeben, herumreichen, im med. Etwas darum geben, wetten, c. gen. der Sache, die man um Etwas wetten will, δεῦρό νυν ἢ τρίποδος περιδώμεθον ήὲ λέβητος, Il. 23, 485, laß uns um einen Dreifuß od. Kessel wetten; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, Od. 23, 78, mich selbst will ich zum Pfande geben; auch περί τινος, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, ich wette um meinen Kopf, ich setze meinen Kopf zum Pfande, Ar. Equ. 788; περίδου μοι περὶ θυμιτᾶν ἁλῶν, wette mit mir um etwas Quendelsalz, Ach. 737; u. absolut, περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μή –, Nubb. 634; vgl. noch Ach. 1080 u. Diphil. in B. A. 416.

Greek (Liddell-Scott)

περιδίδωμι: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω στοίχημα, στοιχηματίζω, μετὰ γεν. πράγματος (δηλ. τῆς τιμῆς), τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν στοίχημα ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν ὅστις χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, «στοίχημα θήσομαι ὑπὲρ ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω στοίχημα ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ ἅλας μετὰ θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644.

English (Autenrieth)

only mid. fut., and aor. subj. 1 du. περιδώμεθον: mid., stake, wager, w. gen. of the thing risked, Il. 23.485 ; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, ‘will stake my life,’ Od. 23.78.

Greek Monolingual

Α
μεσ. περιδίδομαι
στοιχηματίζωτρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» — ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίδωμι «δίνω»].