πρόφορος

From LSJ
Revision as of 08:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόφορος Medium diacritics: πρόφορος Low diacritics: πρόφορος Capitals: ΠΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: próphoros Transliteration B: prophoros Transliteration C: proforos Beta Code: pro/foros

English (LSJ)

ον, A put forward, προφόρῳ ποδί Il.Pers.6.2. II πρόφορος, , the fluid in which the foetus floats, discharged before parturition, forewaters, Arist.HA586a30.

German (Pape)

[Seite 798] ὁ, das Wasser zwischen der Leibesfrucht und den sie umgebenden Häuten, Arist. H. A. 7, 7, ὑγρότης ὑδατώδης καὶ ἰχωρώδης, ἢ αἱματώδης, ὁ καλούμενος ὑπὸ τῶν γυναικῶν πρόφορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se porte en avant, qui s'avance;
2 qui précède.
Étymologie: προφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

πρόφορος: -ον, προηγούμενος, Ἀρκτῖνος παρὰ Διομήδ. 3. 5. ΙΙ. (ὑπονοουμένου τοῦ ἰχώρ), ὁ, τὸ ὑδατῶδες καὶ ἰχωρῶδες ὑγρὸν ἐν ᾧ τὸ ἔμβρυον ζῇ καὶ ὅπερ ἐκχύνεται πρὸ τοῦ τοκετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· πρβλ. ὕδρωψ Ι. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α προφέρω
1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από κάποιον
2. το αρσ. ως ουσ.πρόφορος
το υγρό ανάμεσα στο έμβρυο και στους υμένες που το περιβάλλουν, τα «νερά» της επιτόκου.

Russian (Dvoretsky)

πρόφορος: II ὁ (sc. ἰχώρ) физиол. околоплодные воды Arst.
предшествующий Anth.