φιλομάθεια
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ, A love of learning or love of knowledge, curiosity, Pl. R.499e, Ti.90b, Arist.EN1117b29; φιλομαθείας χάριν Str.14.1.16: in codd. of Pl.Ti. l.c. and later writers (as Phld.Mort.33, Asp. in EN88.9) freq. φιλομαθία. φιλομαθέω, to be fond of learning, be eager after knowledge, Pl.Lg.810a, Plb.1.13.9, Phld.Mort.38, Corn.ND14; φ. περί τινος Plb.3.59.4.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, Lernbegier, Wißbegier, Plat. Tim. 90 b Rep. VI, 499 e.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομάθεια: ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν μάθησιν ἢ γνῶσιν, Πλάτ. Πολ. 499Ε, Τίμ. 90Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2· ― παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσι καὶ τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φιλομαθία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désir d'apprendre.
Étymologie: φιλομαθής.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιλομαθία Α φιλομαθής
αγάπη και προσπάθεια για μάθηση, για πρόσκτηση γνώσεων.
Greek Monotonic
φῐλομάθεια: ἡ, αγάπη για μάθηση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλομάθεια: ἡ любовь к знанию, любознательность Plat., Arst.
Middle Liddell
φῐλομάθεια, ἡ, [from φῐλομᾰθής]
love of learning, Plat.
English (Woodhouse)
desire for knowledge, eagerness for knowledge, fondness for learning