κορυβαντιάω
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
celebrate the rites of the Corybantes, to be filled with Corybantic frenzy, Pl.Cri.54d, Smp.215e, Ion 533e, 536c; K. περί τι to be infatuated about a thing, Longin.5: in Ar.V.8, comically, of a drowsy person nodding and suddenly starting up, cf. Plin.HN11.147.
Greek (Liddell-Scott)
Κορῠβαντιάω: μέλλ. -άσω. τελῶ τὰς τελετὰς τῶν Κορυβάντων, πληροῦμαι μανίας ἢ ἐνθουσιασμοῦ Κορυβαντικοῦ, Πλάτ. Κρίτων 54D, Συμπ. 215Ε, Ἴων 534Α, 536C· Κ. περί τι, εἶμαι κατενθουσιασμένος καὶ ἔξαλλος ἐπί τινι, Λογγῖν. 5. 1· ― «τῶν δὲ Κορυβάντων ὀρχηστικῶν καὶ ἐνθουσιαστικῶν ὄντων καὶ τοὺς μανικῶς κινουμένους κορυβαντιᾶν φαμὲν» Στράβ. 413· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 8, κωμικῶς ἐπὶ τοῦ νυστάζοντος ὅστις κατανεύει καὶ αἰφνιδίως πάλιν ἀνεγείρει τὴν κεφαλήν, πρβλ. Πλίν. 11. 54.
Greek Monotonic
Κορῠβαντιάω: μέλ. -άσω, είμαι γεμάτος Κορυβαντική μανία, σε Πλάτ.· στον Αριστοφ., κωμικά, λέγεται για νυσταγμένο άνθρωπο που τινάζεται ξαφνικά.
Middle Liddell
Κορῠβαντιάω, fut. -άσω
to be filled with Corybantic frenzy, Plat.:—in Ar., comically, of a drowsy person suddenly starting up. [from Κορύβας
French (Bailly abrégé)
κορυβαντιῶ :
être agité d'un transport de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.
Russian (Dvoretsky)
κορῠβαντιάω: справлять обряды корибантов, бесноваться как корибанты Plat., Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυβαντιάω [Κορύβας] dansen als Corybanten; uitbr. buiten zichzelf zijn:. κορυβαντιᾷς; ben je niet goed snik? Aristoph. Ve. 8.