περιθριγκόω
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
edge or fence all round, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Plu.Mar.21.
German (Pape)
[Seite 577] rings umher mit einem Rande umgeben, umzäunen, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας, Plut. Mar. 21.
Greek (Liddell-Scott)
περιθριγκόω: περιφράττω ὁλόγυρα, τοῖς ὀστέοις τοὺς ἀμπελῶνας Πλουτ. Μάρ. 21. - Παθ., περιφράττομαι, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Κλήμ. Ἀλ. 303.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entourer d'un revêtement : τινί τι faire d'une chose un rempart à une autre.
Étymologie: περί, θριγκόω.
Greek Monotonic
περιθριγκόω: μέλ. -ώσω, πλαισιώνω ή περιφράσσω ολόγυρα, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-θριγκόω omheinen.
Russian (Dvoretsky)
περιθριγκόω: окружать, огораживать (τοὺς ἀμπελῶνάς τινι Plut.).