τέκμαρσις
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
εως, ἡ, A judging from signs: esp. Medic., judging or determining from symptoms, Hp.Acut.2: generally, οὐ δικαίαν τέκμαρσιν ἔχει τὸ ἐκφοβῆσαι affords no just ground for inference so as to alarm us, Th.2.87; τὴν τ. ποιεῖσθαι ἔκ τινος, = τεκμαίρεσθαι, D.H.7.71; τ. ἔχειν to have its interpretation, of a dream, D.C.47.46. II skill in determining, insight, γυναικείᾳ τεκμάρσει D.H.1.78.
German (Pape)
[Seite 1082] ἡ, das Muthmaßen, Schließen aus Kennzeichen, Thuc. 2, 87.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
indice, fondement d'une supposition.
Étymologie: τεκμαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
τέκμαρσις: ἡ, τὸ κρίνειν ἐκ βεβαίων σημείων· μάλιστα παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, τὸ κρίνειν ἐκ συμπτωμάτων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383, πρβλ. Foës Oec.· καθόλου, οὐ δικαίαν τέκμαρσιν ἔχει τὸ ἐκφοβῆσαι, δὲν παρέχει εὔλογόν τινα αἰτίαν (ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ ἀποτέλεσμα) ὥστε νὰ προξενήσῃ ὑμῖν φόβον, Θουκ. 2. 87· τὴν τ. ποιεῖσθαι ἔκ τινος, = τεκμαίρεσθαι, Διον. Ἁλκ. 7. 71· τ. ἔχειν, ἑρμηνείαν, ἐπὶ ὀνείρου, Δίων Κ. 47, 46. ΙΙ. ἐμπειρία ἢ δεξιότης εἰς τὸ τεκμαίρεσθαι, ὀξύνοια, ἀγχίνοια, ταχύνοια, γυναικείᾳ τεκμάρσει Διον. Ἁλ. 1. 78.
Greek Monotonic
τέκμαρσις: ἡ (τεκμαίρομαι), κρίση από βέβαια σημάδια.
Russian (Dvoretsky)
τέκμαρσις: εως ἡ (умо)заключение, предположение: οὐ δικαίαν ἔχει τέκμαρσιν τὸ ἐκφοβῆσαι Thuc. нет реального основания для боязни.
Middle Liddell
τέκμαρσις, εως, τεκμαίρομαι
a judging from sure signs.