χαλκεοκάρδιος
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
ον, with heart of brass, Theoc.13.5.
German (Pape)
[Seite 1329] mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der Etwas aushalten, ertragen kann, Theocr. 13, 5.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων χαλκίνην καρδίαν, cui rebur et aes triplex circa pectus, Θεόκρ. 13. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur d'airain.
Étymologie: χαλκός, καρδία.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ-κάρδιος, μελανο-κάρδιος].
Greek Monotonic
χαλκεοκάρδιος: -ον, αυτός που έχει καρδιά από χαλκό, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεοκάρδιος: с медным сердцем, т. е. неустрашимый (Ἀμφιτρύωνος υἱός = Ἡρακλῆς Theocr.).