ἀμεθύστινος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
η, ον, of amethyst, βωμοί Luc.VH2.11.
German (Pape)
[Seite 120] aus Amethyst, Luc. V. H. 2, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεθύστινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀμεθύστου, Λουκ. περὶ Ἀλ Ἱστ. 2. 11.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d'améthyste.
Étymologie: ἀμέθυστος.
Spanish (DGE)
-η, -ον
1 de amatista βωμοί Luc.VH 2.11.
2 del color de la amatista, amethystinasque mulierum uocat uestes Mart.1.96, cum potes amethystinos trientes Mart.10.49, cf. Plin.HN 21.45, Suet.Nero 32.3, Iuu.7.136, sardonicem pingunt amethystina Prud.Psych.860.
Greek Monolingual
ἀμεθύστινος, -η -ον (Α) ἀμέθυστος
από λίθο αμέθυστο.
Greek Monotonic
ἀμεθύστινος: -η, -ον, αυτός που προέρχεται από αμέθυστο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεθύστινος: аметистовый (βωμοί Luc.).
Middle Liddell
[From ἀμέθυστος
of amethyst, Luc.