ἐξοιστράω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
or ἐξοιστρ-έω, A make wild, madden, -εῖν Luc.DMar.10.2:— Pass., -ᾶται Ael.NA15.19; ἐξοιστρημένοι Vett.Val.356.6. II intr., rave, -ᾶν (v.l. -εῖν) Ph.1.380; go mad, -εῖν Sch.Od.22.299: aor. -ήσασα v.l. in Palaeph.42.1.
German (Pape)
[Seite 885] verstärktes simplex, Ael. H. A. 15, 19.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre furieux litt. par la piqûre d'un taon.
Étymologie: ἐξ, οἰστράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοιστράω: ἢ -έω, καθιστῶ τινα μανιώδη, κάμνω αὐτὸν νὰ μαίνηται, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 2, Αἰλ. π. Ζ. 15. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι μανιώδης, μαίνομαι, Παλαίφ. ἐν Ἀδήλ. 43. 1. Κατὰ Σουΐδ. «ἐξοιστρηθείς, μανείς, παρορμηθείς, ἐρεθισθείς».
Greek Monotonic
ἐξοιστράω: ή -έω, μέλ. -ήσω, εξαγριώνω, τρελαίνω, σε Λουκ.