παλαιοράφος

From LSJ
Revision as of 08:25, 25 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιορᾰ́φος Medium diacritics: παλαιοράφος Low diacritics: παλαιοράφος Capitals: ΠΑΛΑΙΟΡΑΦΟΣ
Transliteration A: palaioráphos Transliteration B: palaioraphos Transliteration C: palaiorafos Beta Code: palaiora/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ὁ, cobbler, ib.

German (Pape)

[Seite 445] ὁ, Altflicker.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιοράφος: -ον, ὁ παλαιὰ ῥάπτων, διορθωτής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

παλαιοράφος, -ον (Α)
το αρσ. ως ουσ. επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. κοσκινο-ράφος].