περιταφρεύω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
surround with a trench, τὴν πόλιν, τὸ στρατόπεδον, Plb.1.48.10. Plu.2.191c; λόφον App.Pun.72; τὴν ἐπαρχίαν Phleg. 36.18 J.:—Pass., στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ X.Cyr.3.3.28; περιταφρευόμενος ἠνέσχετο Plu.Mar.33.
German (Pape)
[Seite 596] mit einem Graben rings umgeben; τόπος περιτεταφρευμένος, Xen. Cyr. 3, 3, 28; Pol. 1, 48, 10; Plut. Marc. 33.
French (Bailly abrégé)
entourer d'un fossé, acc..
Étymologie: περί, ταφρεύω.
Greek (Liddell-Scott)
περιταφρεύω: περιβάλλω διὰ τάφρου, τὴν πόλιν, τὸ στρατόπεδον Πολύβ. 1. 48, 10, Πλούτ. 2, 191C· στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28· περιταφρευόμενος ἠνέσχετο Πλουτ. Μάρ. 33.
Greek Monolingual
ΝΑ
περιβάλλω με τάφρο, σκάβω τάφρο γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ταφρεύω «ανοίγω τάφρο»].
Greek Monotonic
περιταφρεύω: περιβάλλω με χαντάκι, σε Πολύβ. — Παθ., ἐν περιτεταφρευμένῳ, σε περιχαρακωμένη, οχυρωμένη γη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
περιταφρεύω: обводить рвом, окапывать (τὴν πόλιν Polyb.; τὸ στρατόπεδον Plut.; στρατοπεδεύεσθαι ἐν περιτεταφρευμένῳ, sc. τόπῳ Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ταφρεύω met een gracht omgeven:. ἐν περιταφρευομένῳ... καταφανεῖ op een open plek die door een gracht omgeven was Xen. Cyr. 3.3.28.
Middle Liddell
to surround with a trench, Polyb.: Pass., ἐν περιτεταφρευμένῳ on entrenched ground, Xen.