περιμάχομαι
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
fight around one, X.Cyr.7.1.41.
German (Pape)
[Seite 582] (s. μάχομαι), um Etwas kämpfen, Xen. Cyr. 7, 1, 41; entweder um es zu vertheidigen od. es in seine Gewalt zu bekommen.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
combattre tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περί, μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιμάχομαι: ἀποθ., μάχομαι πέριξ τινός, ἀνεχώρισε πάντας τοὺς περιμαχομένους καὶ μάχεσθαι οὐδένα ἔτι εἴα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 41.
Greek Monolingual
Α
μάχομαι γύρω από κάτι ή για κάτι.
Russian (Dvoretsky)
περιμάχομαι: (ᾰ) сражаться вокруг: οἱ περιμαχόμενοι Xen. те, которые вели бой вокруг (Кира).