πικρόγαμος

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόγᾰμος Medium diacritics: πικρόγαμος Low diacritics: πικρόγαμος Capitals: ΠΙΚΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: pikrógamos Transliteration B: pikrogamos Transliteration C: pikrogamos Beta Code: pikro/gamos

English (LSJ)

ον, attaining a bitter kind of marriage (cf. πικρός III), Od.1.266, al., Hld.5.30, 7.28.

German (Pape)

[Seite 614] dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγᾰμος: -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les noces ou l'hymen sont amers.
Étymologie: πικρός, γάμος.

English (Autenrieth)

having a bitter marriage; pl., of the suitors of Penelope, ironically meaning that they would not live to be married at all. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + γάμος.

Greek Monotonic

πικρόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πικρόγᾰμος: несчастный в браке или сватовстве (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.

Middle Liddell

πικρό-γᾰμος, ον,
miserably married, Od.