πολύσχιστος

From LSJ
Revision as of 08:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσχιστος Medium diacritics: πολύσχιστος Low diacritics: πολύσχιστος Capitals: ΠΟΛΥΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: polýschistos Transliteration B: polyschistos Transliteration C: polyschistos Beta Code: polu/sxistos

English (LSJ)

ον, split into many parts, branching, κέλευθοι S.OC1592.

German (Pape)

[Seite 674] vielfach gespalten, getheilt, mannichfaltig; κέλευθα, Soph. O. C. 1588; ἀτρεκίη, Greg. ep. (VIII, 7); Sp. auch in Prosa.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
c. πολυσχιδής.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσχιστος: -ον, ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ εἰς πολλὰς ἀτραποὺς διασχιζομένη, ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Σοφ. Ο. Κ. 1592· ἀτρεκίη Ἀνθ. Π. 8. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως για δρόμο) αυτός που διακλαδίζεται σε πολλά στενά δρομάκια ή μονοπάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σχιστός (< σχίζω)].

Greek Monotonic

πολύσχιστος: -ον, αυτός που έχει πολλά παρακλάδια, κέλευθα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολύσχιστος:
1) разветвленный: κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Soph. на одной из расходящихся дорог;
2) расколотый, многообразный (ἀτρεκίη Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύσχιστος -ον [πολύς, σχίζω] met veel splitsingen:. κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ op een van de wegen met veel splitsingen Soph. OC 1592.

Middle Liddell

πολύ-σχιστος, ον, σχίζω
many-branching, κέλευθα Soph., Arist., Strab.