προσαράσσω

From LSJ
Revision as of 08:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰράσσω Medium diacritics: προσαράσσω Low diacritics: προσαράσσω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: prosarássō Transliteration B: prosarassō Transliteration C: prosarasso Beta Code: prosara/ssw

English (LSJ)

Att. προσαράττω, dash against, τὰ ὑπομάζια τῇ γῇ D.S.34/5.2.12; πέτρᾳ τὴν κεφαλήν J.AJ14.13.10; π. τινὶ τὰς θύρας, εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν, slam the door in one's face, Luc.DMeretr. 15.2, Nav.22; especially of shipwreck, π. ναῦς σκοπέλοις Plu.Marc.15; τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.VH2.47; ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν D.C.48.47; π. τὰς ναῦς wreck them, Philostr.VA4.32; shatter, τὸν οὐρανόν Iamb.Myst.6.5:— Pass., to be dashed against, αἱμασιαῖς Ph.2.123; τῷ λιθοστρώτῳ J.BJ 6.3.2; τῇ γῇ Ael.NA12.21; ταῖς πέτραις Alciphr.1.1: also intr. in Act., ἡ τοῦ ποταμοῦ ῥύσις τοῖς ὄχθοις π. D.S.5.27.

German (Pape)

[Seite 752] att. -ττω, daranschlagen, -stoßen, -werfen, ναῦς σκοπέλοις, Plut. Marcell. 15; ναῦν πρὸς ἄκραν D. Cass. 48, 47, u. Sp.; πρ. τινὶ τὰς θύρας, Einem die Thür vor der Nase zuschmeißen, Luc. D. Merc. 15, 2, vgl. Nav. 22.

French (Bailly abrégé)

heurter contre ; Pass. se heurter contre, τινι.
Étymologie: πρός, ἀράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

προσαράσσω: Ἀττ. -ττω, ὠθῶ ἢ ῥίπτω τι ἐπάνω εἴς τι μεθ’ ὁρμῆς, πρ. τινὶ τὰς θύρας ἢ εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν, κλείω μεθ’ ὁρμῆς καὶ κρότου τὴν θύραν κατὰ πρόσωπόν τινος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 2, Πλοῖον ἢ Εὐχ. 22· μάλιστα ἐπὶ ναυαγίου, πρ. ναῦς σκοπέλοις Πλούτ. Μάρκελλ. 15· τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47· ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν Δίων Κ. 48. 47· πρ. τὰς ναῦς Φιλόστρ. 172, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., τῇ γῇ Αἰλ. π. Ζ. 12. 21· πρὸς ταῖς πέτραις Ἀλκίφρ. 1. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον».

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α
βλ. προσαράζω.

Greek Monotonic

προσαράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. —ξω, εξορμώ εναντίον, πέφτω με δύναμη, ναῦς σκοπέλοις, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰράσσω: атт. προσᾰράττω ударять, швырять (τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.; τὰς ναῦς σκοπέλοις Plut.): π. τὰς θύρας (τινί) и π. τὴν θύραν εἰς τὸ μέτωπον Luc. захлопнуть дверь перед чьим-л. носом.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to dash against, πρ. ναῦς σκοπέλοις Plut.