προσυποθήγω
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
whet upon, τινί τι Ael.NA9.16.
German (Pape)
[Seite 785] Etwas woran reiben, τινὶ καὶ παραψήχω Ael. H. A. 9, 16.
French (Bailly abrégé)
aiguiser contre, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ὑποθήγω.
Greek (Liddell-Scott)
προσυποθήγω: ὑποθήγω, ἀκονῶ πρός τι, τινί τι Αἰλ. π. Ζ. 9. 16.
Greek Monolingual
Α
ακονίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑποθήγω «οξύνω, ακονίζω»].