πυροκλοπία

From LSJ
Revision as of 08:51, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠροκλοπία Medium diacritics: πυροκλοπία Low diacritics: πυροκλοπία Capitals: ΠΥΡΟΚΛΟΠΙΑ
Transliteration A: pyroklopía Transliteration B: pyroklopia Transliteration C: pyroklopia Beta Code: puroklopi/a

English (LSJ)

ἡ, theft of fire, AP6.100 (Crin., v.l. πυρι-).

German (Pape)

[Seite 823] ἡ, das Feuerstehlen des Prometheus, Ep. ad. 123 (VI, 100, Crinag.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de dérober le feu du ciel.
Étymologie: πῦρ, κλέπτω.

Greek (Liddell-Scott)

πῠροκλοπία: ἡ, κλοπὴ τοῦ πυρός, Ἀνθ. Π. 6. 100.

Greek Monolingual

και πυρικλοπία, ἡ, Α
(σχετικά με τον Προμηθέα) η κλοπή της φωτιάς («οἷα Προμηθείης μνῆμα πυροκλοπίης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -κλοπία (< -κλοπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο-κλοπία].

Greek Monotonic

πῠροκλοπία: ἡ (κλοπή), κλοπή της φωτιάς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πῠροκλοπία:похищение огня Anth.

Middle Liddell

πῠρο-κλοπία, ἡ, κλοπή
a theft of fire, Anth.