σκυλάκειος
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
α, ον, of puppies, κρέα Hp.Int.9, S.E.P.3.225.
German (Pape)
[Seite 907] von (jungen) Hunden, κρέα, S. Emp. pyrrh. 3, 225.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυλάκειος -α -ον [σκύλαξ] van puppy’s.
Russian (Dvoretsky)
σκῠλάκειος: (ᾰ) щенячий, собачий: σκυλάκεια κρέα Sext. мясо щенят, молодая собачина.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλάκειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, εἰς νεογνὰ σκυλάκια, «κουτάβια», κρέα Ἱππ. 536. 10, Σέξτ. Ἐμπ. π. 3. 225.
Greek Monolingual
-εία, -ον, Α σκύλαξ, -ακος]
σκυλήσιος («σκυλάκεια κρέα», Ιπποκρ.).